οφ(φ)ικιάλιος

οφ(φ)ικιάλιος
και οφ(φ)ικιάλης και οφ(φ)ικιούχος, ο (AM ὀφφικιάλιος, Α και ὀφικιάλιος)
(ιδίως στους Βυζαντινούς) εκκλησιαστικός, πολιτικός ή στρατιωτικός αξιωματούχος που ασκούσε υψηλό λειτούργημα
νεοελλ.
(γενικά) τιτλούχος, αξιωματούχος, επίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. officialis (< officium «υπηρεσία»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οφιτσιάλος — ο αξιωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. officiale, ανεξάρτητο από το μσν. οφ(φ)ικιάλιος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”